- οκτάπλευρος
- οκτάπλευρος, -η, -ο και οχτάπλευρος, -η, -ο1. αυτός που έχει οχτώ πλευρές.2. ως ουσ., οκτάπλευρο, το και οχτάπλευρο, το γεωμετρικό σχήμα με οχτώ πλευρές: Να βρεθεί το εμβαδό του οχτάπλευρου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.